Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
activities /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες; USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
b = NOUN: σι; USER: σι, β,

GT GD C H L M O
bell /bel/ = NOUN: κουδούνι, καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνοστοιχία; VERB: βρυχάζω; USER: κουδούνι, καμπάνα, καμπανάκι, Bell, καμπάνας

GT GD C H L M O
booth /buːð/ = NOUN: παράγκα, παράπηγμα; USER: παράγκα, περίπτερο, θάλαμο, καμπίνα, περίπτερο της

GT GD C H L M O
broadened /ˈbrôdn/ = VERB: ευρύνω, πλατύνω, πλαταίνω; USER: διευρυνθεί, διεύρυνε, διευρύνεται, διευρύνθηκε, διευρύνθηκαν

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
chief /tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων; ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος; USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων

GT GD C H L M O
cio /ˌsiːaɪˈem/ = USER: CIO, υποστήριξης της κοινωνικο, CIO της, ΕΔΔ

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
consolidated /kənˈsɒl.ɪ.deɪt/ = ADJECTIVE: ενοποιημένος, πάγιος, ηνωμένος; USER: ενοποιημένος, ενοποιημένες, ενοποιημένη, ενοποιημένων, ενοποιημένους

GT GD C H L M O
council /ˈkaʊn.səl/ = NOUN: συμβούλιο, σύγκλητος; USER: συμβούλιο, Συμβουλίου, του Συμβουλίου, του

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
dame /deɪm/ = NOUN: κυρά, γυναίκα, δέσποινα, δαμιανός; USER: κυρά, Dame, Παρισίων, Νταμ, των Παρισίων

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
directing /diˈrekt,dī-/ = VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνοντας, σκηνοθεσία, διεύθυνση, κατευθύνει, κατεύθυνση

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
encompassing /ɪnˈkʌm.pəs/ = VERB: περικλείω, περιβάλλω, περικυκλώ; USER: περιλαμβάνει, που θα περιλαμβάνει, που περιλαμβάνει, θα περιλαμβάνει, καλύπτει

GT GD C H L M O
engineering /ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
enhanced /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενισχυμένη, ενισχυμένης, αυξημένη, ενισχυμένο, βελτιωμένη

GT GD C H L M O
executive /ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός; NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος; USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά

GT GD C H L M O
five /faɪv/ = USER: five-, five; USER: πέντε, από πέντε

GT GD C H L M O
focused /ˈfəʊ.kəst/ = USER: επικεντρώθηκε, εστιάζεται, επικεντρώθηκαν, επικεντρώνεται, εστιασμένη

GT GD C H L M O
followed /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθείται, ακολουθούμενη, ακολουθούμενο, ακολουθούνται, ακολούθησε

GT GD C H L M O
footprint /ˈfʊt.prɪnt/ = NOUN: ίχνος, πατημασιά, αχνάρι; USER: ίχνος, αποτύπωμα, αποτυπώματος, το αποτύπωμα, ίχνους

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
held /held/ = VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: που πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιήθηκε, έκρινε, πραγματοποιηθεί, κατέχει

GT GD C H L M O
helicopter /ˈhel.ɪˌkɒp.tər/ = NOUN: ελικόπτερο; USER: ελικόπτερο, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, ελικόπτερο που

GT GD C H L M O
her /hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της; USER: αυτήν, της, την

GT GD C H L M O
holds /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κατέχει, έχει, κάτοχος, κατέχει το, κρατά

GT GD C H L M O
honeywell = USER: Honeywell, της Honeywell, η Honeywell, τη Honeywell,

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inc /ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
joined /join/ = VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: εντάχθηκαν, προσχώρησαν, εντάχθηκε, προσχώρησε, ένωσε

GT GD C H L M O
joining /dʒɔɪn/ = VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: ενώνει, ένταξή, που ενώνει, την ένταξή, συνδέει

GT GD C H L M O
k = ABBREVIATION: μεγάλο; USER: l, ιβ, αριθ. L, Ι, λίτρο

GT GD C H L M O
leadership /ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία; USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manages /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχειρίζεται, κατάφερε, καταφέρνει, κατορθώνει, διαχειρίζεται τις

GT GD C H L M O
managing /ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των

GT GD C H L M O
mechanical /məˈkæn.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: μηχανικός; USER: μηχανικός, μηχανική, μηχανικές, μηχανικά, μηχανικό, μηχανικό

GT GD C H L M O
members /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του

GT GD C H L M O
modernizing /ˌmɒd.ən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = VERB: εκμοντερνίζω, εκσυγχρονίζω; USER: εκσυγχρονισμό, τον εκσυγχρονισμό, εκσυγχρονισμού, εκσυγχρονισμός, εκσυγχρονισμό των

GT GD C H L M O
notre = USER: notre, Παναγία, Νοτρ, Παναγία των, Παναγίας

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
officer /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο

GT GD C H L M O
officers /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: υπάλληλοι, αξιωματικών, υπαλλήλους, αξιωματικοί, αξιωματικούς

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
outsourcing /ˈaʊt.sɔːs/ = USER: outsourcing, εξωτερική ανάθεση, ανάθεση, εξωτερικής ανάθεσης, την εξωτερική ανάθεση

GT GD C H L M O
oversees /ˌəʊ.vəˈsiː/ = VERB: επιβλέπω, επιθεωρώ, επιτηρώ; USER: επιβλέπει, εποπτεύει, επιβλέπει την, επιτηρεί, εποπτεύει το

GT GD C H L M O
position /pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία; USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της

GT GD C H L M O
positions /pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία; USER: θέσεις, θέσεων, τις θέσεις, θέσεις που, θέση

GT GD C H L M O
president /ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης; USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό

GT GD C H L M O
previous /ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός; USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες

GT GD C H L M O
prior /praɪər/ = ADVERB: πριν; ADJECTIVE: προγενέστερος, πρότερος; NOUN: ηγούμενος; USER: πριν, πριν από, προηγούμενη, προηγούμενης, προ, προ

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
provided /prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον

GT GD C H L M O
relationships /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων

GT GD C H L M O
responsibilities /rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία; USER: ευθυνών, ευθύνες, αρμοδιότητες, αρμοδιοτήτων, τις ευθύνες

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
school /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
special /ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός; USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό

GT GD C H L M O
staff /stɑːf/ = NOUN: προσωπικό, επιτελείο, ράβδος, σκυτάλη, βακτήρια, πεντάγραμμα μουσικής; VERB: επανδρώνω; USER: προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων

GT GD C H L M O
steelcase

GT GD C H L M O
supplier /səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτής; USER: προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
textron

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
tis /tɪz/ = USER: tis, ΤΗΣ, ΤΙΣ

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
unit /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες

GT GD C H L M O
university /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή

GT GD C H L M O
vice /vaɪs/ = NOUN: μέγγενη, κακία, ελάττωμα, φαυλότητα, βίτσιο, σφιγκτήρ, φαυλότης, αντικαταστάτης; USER: κακία, μέγγενη, αντιπρόεδρος, αντιπροέδρου, αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
vp /ˌviːˈpiː/ = USER: vp, νρ, Αντιπρόεδρος, ΑΠ, Αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

100 words